περισσομυθος

περισσομυθος
    περισσόμυθος
    περισσό-μῡθος
    2
    многоречивый Eur.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "περισσομυθος" в других словарях:

  • περισσόμυθος — superfluous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσόμυθος — ον, Α περιττολόγος, πολυλογάς, φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + μῦθος «λόγος» (πρβλ. πολύ μυθος)] …   Dictionary of Greek

  • μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… …   Dictionary of Greek

  • περισσομυθεί — Α επίρρ. με περιττολογίες, με πολλά λόγια, με φλυαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσόμυθος + επιρρμ. κατάλ. εί (πρβλ. ατιμωρητ εί)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»